- φιλοτεχνίας
- φιλοτεχνίᾱς , φιλοτεχνίαenthusiasm for artfem acc plφιλοτεχνίᾱς , φιλοτεχνίαenthusiasm for artfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοτέχνημα — το, ατος έργο που έγινε με επιμελημένη τέχνη, προϊόν φιλοτεχνίας, καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα, αριστούργημα, έργο τέχνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)